πρείγα

πρείγα
πρείγ-α, ἁ,
A assembly of elders, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρείγα — ἡ, Α γερουσία, συνέλευση πρεσβυτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρέσβυς] …   Dictionary of Greek

  • πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”